αμπελοκλάδι

αμπελοκλάδι
τό
1) виноградная ветка, лоза; 2) бот. кирказон; 3) бот. повилика (вид); 4) разг шейный аденит (у детей)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αμπελοκλάδι" в других словарях:

  • αμπελοκλάδι — το κλαδί αμπέλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἀμπελοκλάδιν < ἀμπέλι(ν) + κλαδί(ν)] …   Dictionary of Greek

  • αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται …   Dictionary of Greek

  • επίθυμον — το (Α ἐπίθυμον) βοτ. 1. παρασιτικό φυτό που φυτρώνει πάνω στο θυμάρι, επίθυμον το κοινόν, δημοτ. αμπελοκλάδι, μετάξι τής αλεπούς, λύκος στους αρχαίους κουσκούτα η επίθυμος 2. γένος φυτών τής οικογένειας τών περιαλλοκαυλοειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + …   Dictionary of Greek

  • αριστολοχία — (aristolochia). Γένος πολυετών, ποωδών ή θαμνωδών φυτών της οικογένειας των αριστολοχιιδών, ιθαγενών των εύκρατων και τροπικών περιοχών. Η α. χαρακτηρίζεται από υπόγειο έρπον ρίζωμα από το οποίο βγαίνουν κατακόρυφοι όρθιοι ή περιελισσόμενοι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»